- μαντολόγος
- μαντολόγος, ὁ (Μ)αυτός που λέγει μαντείες, μάντης.[ΕΤΥΜΟΛ. < μάνας + -λόγος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαντολόγος — ο αυτός που μαντεύει, ο μάντης: Πιστεύει πολύ σε μαντολόγους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… … Dictionary of Greek